Σάββατο, Μαρτίου 18, 2006

«Παρά δήμον ονείρων...»



Όσο περνάνε τα χρόνια και ζω λιγότερο, ονειρεύομαι περισσότερο.

Προχθές έτρεχα. Έτρεχα γρήγορος, ανάλαφρος, σαν ζαρκάδι, χωρίς να σταματώ, χωρίς να λαχανιάζω. Ο κόσμος έφευγε στο πλάι μου – όπως τα τοπία στο παράθυρο του τραίνου. Κι εγώ έτρεχα και διέσχιζα κάμπους και δάση ακατάπαυστα.

Από παιδί έχω να τρέξω. Ήταν τόσο εξωπραγματικό, σαν να πέταγα.

Δε ονειρεύομαι γνωστούς ή συγγενείς. Υπάρχουν καμιά φορά σαν αυτονόητο φόντο. Αλλά σκηνοθετώ καταστάσεις. Με πολλή προσοχή και λεπτομέρεια. Τα όνειρά μου είναι έγχρωμα, σινεμασκόπ, παναβίζιον, υψηλής ευκρίνειας. Τεχνολογικά άψογα.

Δεν αναπαριστώ γνωστά μέρη – δημιουργώ καινούργια. Πριν λίγες μέρες ένα ονειρικό σπίτι με μεγάλες βεράντες πάνω στην θάλασσα. Το κύμα έσκαγε στα υποστυλώματα. Τόσο σαφές στις αρχιτεκτονικές του λεπτομέρειες που θα μπορούσα να το σχεδιάσω και να το οικοδομήσω.

Και τα ταξίδια! Σε χώρες ανύπαρκτες... που τις συνθέτω από υπαρκτές.

Όπως οι πίνακες του Magritte, του Dali και του Max Ernst το φανταστικό στα όνειρά μου έχει τον ρεαλισμό του πραγματικού. Η λεπτομέρεια είναι απίθανα σαφής και ευκρινής. Τα μακρινά αντικείμενα είναι τόσο καθαρά όσο τα κοντινά. Προοπτική δεν υπάρχει.

Κάθε νύχτα ζω μιάν άλλη ζωή. Συχνά πιο πειστική από την καθημερινότητα. Για την οποία ισχύει αυτό που είχε γράψει ο Αριστοτέλης: ότι είναι συνεχής και συνεπής. Το πρωί ξαναβρίσκω τα ρούχα μου εκεί που τα άφησα το βράδυ. Αλλιώς αν το κριτήριο του πραγματικού ήταν η ζωντάνια, η ενάργεια, τα όνειρα θα κέρδιζαν κάθε στοίχημα.

Τότε ισχύει η περίφημη περιγραφή του Τσουάνγκ Τζου (Κίνα, 4ος αιώνας π. Χ.). Μεταφράζω: «Μία φορά και έναν καιρό, εγώ, ο Τσουάνγκ Τζου, ονειρεύτηκα πως ήμουν πεταλούδα, πετώντας εδώ κι εκεί, νιώθοντας εντελώς πεταλούδα. Είχα συνείδηση πεταλούδας και είχα εντελώς ξεχάσει την ανθρώπινη φύση μου. Ξαφνικά ξύπνησα και ήμουν πάλι εγώ. Τώρα όμως δεν ξέρω αν τότε ήμουν άνθρωπος που ονειρευόταν ότι είναι πεταλούδα, ή αν είμαι τώρα πεταλούδα που ονειρεύεται πως είναι άνθρωπος».

Τα όνειρά μας είναι μία δεύτερη ζωή. Ίσως και πολλές παράλληλες ζωές. Μόνο που φεύγουν τόσο γρήγορα και μένουμε πάντα πίσω.



Πίνακες του René Magritte (1898-1967)